- λακτιστικός
- -ή -ό (Α λακτιστικός, -ή, -όν) [λακτιστής]1. (για ζώο) αυτός που έχει τη συνήθεια να λακτίζει2. το θηλ. ως ουσ. η λακτιστικήη τέχνη τού λακτίσματος κατά την πάλη, σε αντιδιαστολή προς την πυκτική, την τέχνη τής πυγμαχίας.
Dictionary of Greek. 2013.